- επταετηρίδα
- [-ίς (-ίδος)] η семилетие, седьмая годовщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επταετηρίδα — η (AM ἑπταετηρίς) νεοελλ. συμπλήρωση επτά ετών από κάποιο αξιόλογο γεγονός αρχ. μσν. περίοδος επτά ετών … Dictionary of Greek